νεφελώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νεφελώδης | η | νεφελώδης | το | νεφελώδες |
| γενική | του | νεφελώδους | της | νεφελώδους | του | νεφελώδους |
| αιτιατική | τον | νεφελώδη | τη | νεφελώδη | το | νεφελώδες |
| κλητική | νεφελώδη(ς) | νεφελώδης | νεφελώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νεφελώδεις | οι | νεφελώδεις | τα | νεφελώδη |
| γενική | των | νεφελωδών | των | νεφελωδών | των | νεφελωδών |
| αιτιατική | τους | νεφελώδεις | τις | νεφελώδεις | τα | νεφελώδη |
| κλητική | νεφελώδεις | νεφελώδεις | νεφελώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- νεφελώδης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νεφελώδης < νεφέλη + -ώδης
- (μεταφορική έννοια) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική nébuleux[1]

Νεφελώδης καιρός.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ne.feˈlo.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐φε‐λώ‐δης
Επίθετο
νεφελώδης, -ης, -ες
- (μετεωρολογία) που έχει σύννεφα
- ↪ ο καιρός θα είναι κατά τόπους νεφελώδης
- που μοιάζει με σύννεφο
- (μεταφορικά) αόριστος, σκοτεινός
- ↪ μας παρουσίασε νεφελώδη σχέδια για επενδύσεις που δεν έπεισαν κανέναν
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- νεφελώδης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| νεφελωδεσ- | ||||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | νεφελώδης | τὸ | νεφελῶδες | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | νεφελώδους | τοῦ | νεφελώδους | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | νεφελώδει | τῷ | νεφελώδει | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | νεφελώδη | τὸ | νεφελῶδες | ||
| κλητική ὦ! | νεφελῶδες | νεφελῶδες | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | νεφελώδεις | τὰ | νεφελώδη | ||
| γενική | τῶν | νεφελώδων | τῶν | νεφελώδων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | νεφελώδεσῐ(ν) | τοῖς | νεφελώδεσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | νεφελώδεις | τὰ | νεφελώδη | ||
| κλητική ὦ! | νεφελώδεις | νεφελώδη | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νεφελώδει | τὼ | νεφελώδει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | νεφελώδοιν | τοῖν | νεφελώδοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- νεφελώδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.