ασυννέφιαστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασυννέφιαστος η ασυννέφιαστη το ασυννέφιαστο
      γενική του ασυννέφιαστου της ασυννέφιαστης του ασυννέφιαστου
    αιτιατική τον ασυννέφιαστο την ασυννέφιαστη το ασυννέφιαστο
     κλητική ασυννέφιαστε ασυννέφιαστη ασυννέφιαστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασυννέφιαστοι οι ασυννέφιαστες τα ασυννέφιαστα
      γενική των ασυννέφιαστων των ασυννέφιαστων των ασυννέφιαστων
    αιτιατική τους ασυννέφιαστους τις ασυννέφιαστες τα ασυννέφιαστα
     κλητική ασυννέφιαστοι ασυννέφιαστες ασυννέφιαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ασυννέφιαστος < α- στερητ. + συννεφιάζω

Επίθετο

ασυννέφιαστος, -η, -ο

  1. ο χωρίς σύννεφα, ανέφελος, αίθριος, ξάστερος
  2. (μτφ.) γαλήνιος, αδιατάραχος
    έζησε μια ζωή ασυννέφιαστη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.