ασυννέφιαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασυννέφιαστος | η | ασυννέφιαστη | το | ασυννέφιαστο |
| γενική | του | ασυννέφιαστου | της | ασυννέφιαστης | του | ασυννέφιαστου |
| αιτιατική | τον | ασυννέφιαστο | την | ασυννέφιαστη | το | ασυννέφιαστο |
| κλητική | ασυννέφιαστε | ασυννέφιαστη | ασυννέφιαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασυννέφιαστοι | οι | ασυννέφιαστες | τα | ασυννέφιαστα |
| γενική | των | ασυννέφιαστων | των | ασυννέφιαστων | των | ασυννέφιαστων |
| αιτιατική | τους | ασυννέφιαστους | τις | ασυννέφιαστες | τα | ασυννέφιαστα |
| κλητική | ασυννέφιαστοι | ασυννέφιαστες | ασυννέφιαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ασυννέφιαστος < α- στερητ. + συννεφιάζω
Επίθετο
ασυννέφιαστος, -η, -ο
- ο χωρίς σύννεφα, ανέφελος, αίθριος, ξάστερος
- (μτφ.) γαλήνιος, αδιατάραχος
- έζησε μια ζωή ασυννέφιαστη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.