νεράιδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεράιδα οι νεράιδες
      γενική της νεράιδας των νεράιδων
    αιτιατική τη νεράιδα τις νεράιδες
     κλητική νεράιδα νεράιδες
Κλίση τρισύλλαβου παροξύτονου σε -α με σταθερό τόνο.
Η παραλήγουσα προφέρεται με συνίζηση, και η λέξη προφέρεται ως παροξύτονη.
Μερικοί ομιλητές σχηματίζουν την γενική πληθυντικού σε -ών.
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νεράιδα < μεσαιωνική ελληνική νεράιδα / ἀναράδα / ἀνεράιδα / νεράδα < αρχαία ελληνική Νηρηΐς (αιτιατική: Νηρηΐδα με τροπή του /i/ > /e/ πριν από /r/), κόρη του Νηρέα[1][2]

Προφορά

ΔΦΑ : /neˈɾai̯.ða/ με συνίζηση του [ai]
τυπογραφικός συλλαβισμός: νεράιδα

Ουσιαστικό

νεράιδα θηλυκό

  1. (λαογραφία) φανταστική μορφή της λαϊκής παράδοσης με μορφή όμορφης γυναίκας, συχνά με εξαιρετική φωνή, που ζει στη φύση, μακριά από τους ανθρώπους όπως και οι αρχαίες Νηρηίδες. Σ' αυτήν αποδίδονταν παθήματα των ανθρώπων που της άφηναν προσφορές για να την εξευμενίσουν[3]
  2. (μεταφορικά) γυναίκα με αιθέρια ομορφιά

ιδιωματικά [4]

  • αγαραγίδα (Χίος)
  • αναράα (Κάρπαθος, Κάλυμνος)
  • αναράγδα (Κρήτη)
  • αναράδα (Ρόδος, Κάλυμνος, Σύμη, Χίος)
  • αναράϊδε (τσακωνικά)
  • ανεραγίδα, ναραγίδα, αγαραγίδα, γεραγίδα (Χίος)
  • ανεράδα (Λέρος, Κάλυμνος, Κως, Σύμη, Τήλος, Αμοργός, Κύπρος)
  • ανεράιδα (Ζάκυνθος, Κεφαλλονιά, Νάξος, Σύρος, Σύκινος, Κρήτη, Θράκη, Μεσσηνία)
  • ανιραγίδα (Λέσβος)
  • ανιρούσα (Λέσβος)
  • γεραγίδα (Χίος)
  • ναραγίδα (Χίος)
  • ναράιδα, ναραϊδή (Ήπειρος, Πόντος)
  • νεραγίδα, ανιραγίδα, ανιρούσα (Λέσβος)
  • νεράδα, νεράισσα (Θράκη)
  • νεράδια (Καλαμάτα)
  • νιράιδα (Βόρεια Ελλάδα)
  • ραγίδα (Μάδυτος)

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. νεράιδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  4. Νικόλαος Πολίτης, Παραδόσεις, Εν Αθήναις Τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου, 1904
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.