νεράιδος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | νεράιδος | οι | νεράιδοι |
| γενική | του | νεράιδου | των | νεράιδων |
| αιτιατική | τον | νεράιδο | τους | νεράιδους |
| κλητική | νεράιδε | νεράιδοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νεράιδος < νεράιδ(α) + -ος
Προφορά
- ΔΦΑ : /neˈɾai̯.ðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐ρά‐ι‐δος
Ουσιαστικό
νεράιδος αρσενικό
- (σπάνιο, λαογραφία) αρσενικό του νεράιδα
- ※ Γεμίζει ο νέραϊδος τση κεραμαμής την ποδιά κρομμυδόφυλλα και μισεύγει. Οντόν εμίσσευγε τση παράγγειλεν η νεράιδα: «Ο νεράιδος δα ρθη τρεις βραδειές να σου χτυπά, μα να μην πα τ’ ανοίξης! Μισσεύγει η μαμή και πάει στο σπίτι τζης. Αργά πάει ο νέραϊδος ‘ς τση χτύπανε. (repository.kentrolaografias.gr)
Μεταφράσεις
νεράιδος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.