νεραϊδόπουλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νεραϊδόπουλο τα νεραϊδόπουλα
      γενική του νεραϊδόπουλου των νεραϊδόπουλων
    αιτιατική το νεραϊδόπουλο τα νεραϊδόπουλα
     κλητική νεραϊδόπουλο νεραϊδόπουλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νεραϊδόπουλο < νεράιδα + -όπουλο

Ουσιαστικό

νεραϊδόπουλο ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του νεράιδα
  2. το παιδί μιας νεράιδας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.