νεραϊδοπαρμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νεραϊδοπαρμένος | η | νεραϊδοπαρμένη | το | νεραϊδοπαρμένο |
| γενική | του | νεραϊδοπαρμένου | της | νεραϊδοπαρμένης | του | νεραϊδοπαρμένου |
| αιτιατική | τον | νεραϊδοπαρμένο | τη | νεραϊδοπαρμένη | το | νεραϊδοπαρμένο |
| κλητική | νεραϊδοπαρμένε | νεραϊδοπαρμένη | νεραϊδοπαρμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νεραϊδοπαρμένοι | οι | νεραϊδοπαρμένες | τα | νεραϊδοπαρμένα |
| γενική | των | νεραϊδοπαρμένων | των | νεραϊδοπαρμένων | των | νεραϊδοπαρμένων |
| αιτιατική | τους | νεραϊδοπαρμένους | τις | νεραϊδοπαρμένες | τα | νεραϊδοπαρμένα |
| κλητική | νεραϊδοπαρμένοι | νεραϊδοπαρμένες | νεραϊδοπαρμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- νεραϊδοπαρμένος < νεράιδ(α) + -ο- + παρμένος / μετοχή παθητικού παρακειμένου νεραϊδοπαίρνω
Μετοχή
νεραϊδοπαρμένος, -η, -ο
- που πάσχει από ψυχική νόσο, εμφανίζει παράλογη συμπεριφορά ή έχει χάσει την ακοή του ή τη λαλιά του
- (μεταφορικά) αιθεροβάμων και στον κόσμο του, άτομο που δεν έχει σαφή επίγνωση του περιβάλλοντός του ούτε επικοινωνεί πλήρως με αυτό χωρίς να έχει επίγνωση γι' αυτό κι εμφανίζει παράλογη ή παράδοξη συμπεριφορά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.