ναραγίδα

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο.
Παρατηρήσεις:  Έλεγχος κλίσης ιδιωματικού. Sarri.greek  | 22:48, 21 Σεπτεμβρίου 2022 (UTC)

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ναραγίδα οι ναραγίδες
      γενική της ναραγίδας των ναραγίδων
    αιτιατική τη ναραγίδα τις ναραγίδες
     κλητική ναραγίδα ναραγίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ναραγίδα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ναραγίδα θηλυκό

  • (λαογραφία) ιδιωματική μορφή του νεράιδα (ιδιωματικό, Χίος)[1]

Αναφορές

  1. Νικόλαος Πολίτης, Παραδόσεις, Εν Αθήναις Τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου, 1904
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.