στοιχειό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στοιχειό τα στοιχειά
      γενική του στοιχειού των στοιχειών
    αιτιατική το στοιχειό τα στοιχειά
     κλητική στοιχειό στοιχειά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στοιχειό < μεσαιωνική ελληνική στοιχεῖον (παρόμοια σημασία) < μεσαιωνική ελληνική στοιχεῖον

Ουσιαστικό

στοιχειό ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.