νεραϊδογέννητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νεραϊδογέννητος | η | νεραϊδογέννητη | το | νεραϊδογέννητο |
| γενική | του | νεραϊδογέννητου | της | νεραϊδογέννητης | του | νεραϊδογέννητου |
| αιτιατική | τον | νεραϊδογέννητο | τη | νεραϊδογέννητη | το | νεραϊδογέννητο |
| κλητική | νεραϊδογέννητε | νεραϊδογέννητη | νεραϊδογέννητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νεραϊδογέννητοι | οι | νεραϊδογέννητες | τα | νεραϊδογέννητα |
| γενική | των | νεραϊδογέννητων | των | νεραϊδογέννητων | των | νεραϊδογέννητων |
| αιτιατική | τους | νεραϊδογέννητους | τις | νεραϊδογέννητες | τα | νεραϊδογέννητα |
| κλητική | νεραϊδογέννητοι | νεραϊδογέννητες | νεραϊδογέννητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ne.ɾai̯.ðoˈʝe.ni.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐ραϊ‐δο‐γέν‐νη‐τος
Μεταφράσεις
νεραϊδογέννητος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.