καλοκυρά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλοκυρά οι καλοκυρές
      γενική της καλοκυράς των καλοκυρών
    αιτιατική την καλοκυρά τις καλοκυρές
     κλητική καλοκυρά καλοκυρές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καλοκυρά < καλο- + κυρά[1]

Ουσιαστικό

καλοκυρά θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.