fairy
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfɛəɹɪ/
- ⓘ
Ουσιαστικό
fairy (en) (πληθυντικός fairies)
- η νεράιδα
- (Βόρεια Αγγλία, ΗΠΑ, μειωτικό, καθομιλουμένη) αρσενικός ομοφυλόφιλος, ιδιαιτέρως ο θηλυπρεπής
- (παγανισμός) πνεύμα της φύσης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.