αιθαλομίχλη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αιθαλομίχλη | οι | αιθαλομίχλες |
| γενική | της | αιθαλομίχλης | των | αιθαλομιχλών |
| αιτιατική | την | αιθαλομίχλη | τις | αιθαλομίχλες |
| κλητική | αιθαλομίχλη | αιθαλομίχλες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αιθαλομίχλη < αιθάλ(η) + ομίχλη, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική smog < smoke + fog[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.θa.loˈmi.xli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐θα‐λο‐μί‐χλη
Ουσιαστικό
αιθαλομίχλη θηλυκό
- επιβλαβές νέφος από σωματίδια και αέρια· φαινόμενο της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που παρατηρείται στις μεγαλουπόλεις, το οποίο προκαλείται από την καύση ξύλου ή κάρβουνου
- ※ Αν για παράδειγμα το υπουργείο Περιβάλλοντος εκδώσει ανακοίνωση τέσσερις ημέρες το μήνα, με την οποία προειδοποιεί ότι οι συνθήκες ευνοούν τη δημιουργία νέφους αιθαλομίχλης και ζητά τον περιορισμό της χρήσης τζακιών, από το λογαριασμό των δικαιούχων κοινωνικού τιμολογίου θα αφαιρείται το ποσό της κατανάλωσης ρεύματος. (* εφημερίδα Το Βήμα)
Συνώνυμα
Αναφορές
- αιθαλομίχλη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.