νεφέλωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νεφέλωμα τα νεφελώματα
      γενική του νεφελώματος των νεφελωμάτων
    αιτιατική το νεφέλωμα τα νεφελώματα
     κλητική νεφέλωμα νεφελώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νεφέλωμα < νεφέλη + -ωμα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική nébuleuse)

Ουσιαστικό

νεφέλωμα ουδέτερο

  1. (αστρονομία) ένφωτες επιφάνειες στόν ουρανό, οι οποίες με γυμνό μάτι φαίνονται σα μια θολή κηλίδα
  2. (αστρονομία) χώρος γέννησης άστρων
  3. (ιατρική) πάθηση των νεφρών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.