αντινεφικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντινεφικός | η | αντινεφική | το | αντινεφικό |
| γενική | του | αντινεφικού | της | αντινεφικής | του | αντινεφικού |
| αιτιατική | τον | αντινεφικό | την | αντινεφική | το | αντινεφικό |
| κλητική | αντινεφικέ | αντινεφική | αντινεφικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντινεφικοί | οι | αντινεφικές | τα | αντινεφικά |
| γενική | των | αντινεφικών | των | αντινεφικών | των | αντινεφικών |
| αιτιατική | τους | αντινεφικούς | τις | αντινεφικές | τα | αντινεφικά |
| κλητική | αντινεφικοί | αντινεφικές | αντινεφικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη νέφος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.