νεφοσκεπής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νεφοσκεπής | η | νεφοσκεπής | το | νεφοσκεπές |
| γενική | του | νεφοσκεπούς* | της | νεφοσκεπούς | του | νεφοσκεπούς |
| αιτιατική | τον | νεφοσκεπή | τη | νεφοσκεπή | το | νεφοσκεπές |
| κλητική | νεφοσκεπή(ς) | νεφοσκεπής | νεφοσκεπές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νεφοσκεπείς | οι | νεφοσκεπείς | τα | νεφοσκεπή |
| γενική | των | νεφοσκεπών | των | νεφοσκεπών | των | νεφοσκεπών |
| αιτιατική | τους | νεφοσκεπείς | τις | νεφοσκεπείς | τα | νεφοσκεπή |
| κλητική | νεφοσκεπείς | νεφοσκεπείς | νεφοσκεπή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
νεφοσκεπής, -ής, -ές
- Αυτός που καλύπτεται από σύννεφα.
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.