νέφος ηλεκτρονίων

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

νέφος ηλεκτρονίων <  δείτε τις λέξεις νέφος και ηλεκτρόνιο

Πολυλεκτικός όρος

νέφος ηλεκτρονίων ουδέτερο

  • (φυσική) ο χώρος μέσα στον οποίο κινούνται τα ηλεκτρόνια γύρω από τον πυρήνα του ατόμου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.