μονόδους

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
μονοδοντ-
ονομαστική / μονόδους οἱ/αἱ μονόδοντες
      γενική τοῦ/τῆς μονόδοντος τῶν μονοδόντων
      δοτική τῷ/τῇ μονόδοντ τοῖς/ταῖς μονόδουσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν μονόδοντ τοὺς/τὰς μονόδοντᾰς
     κλητική ! μονόδους μονόδοντες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μονόδοντε
γεν-δοτ τοῖν  μονοδόντοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κυνόδους' όπως «κυνόδους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μονόδους < μον- + -όδους

Ουσιαστικό

μονόδους, -οντος αρσενικό ή θηλυκό & ως επίθετο

  • μονόδοντος, μονοδόντης, που έχει μόνο ένα δόντι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.