μόνωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | μόνωσῐς | αἱ | μονώσεις |
| γενική | τῆς | μονώσεως | τῶν | μονώσεων |
| δοτική | τῇ | μονώσει | ταῖς | μονώσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | μόνωσῐν | τὰς | μονώσεις |
| κλητική ὦ! | μόνωσῐ | μονώσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μονώσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μονωσέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- μόνωσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μόνωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.