μονόκωπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονόκωπος η μονόκωπη το μονόκωπο
      γενική του μονόκωπου της μονόκωπης του μονόκωπου
    αιτιατική τον μονόκωπο τη μονόκωπη το μονόκωπο
     κλητική μονόκωπε μονόκωπη μονόκωπο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονόκωποι οι μονόκωπες τα μονόκωπα
      γενική των μονόκωπων των μονόκωπων των μονόκωπων
    αιτιατική τους μονόκωπους τις μονόκωπες τα μονόκωπα
     κλητική μονόκωποι μονόκωπες μονόκωπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μονόκωπος < αρχαία ελληνική μονόκωπος < μόνος + κώπη

Επίθετο

μονόκωπος

  1. που έχει μόνο ένα κουπί
  2. που έχει μόνο έναν κωπηλάτη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.