μονόφθαλμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μονόφθαλμος | η | μονόφθαλμη | το | μονόφθαλμο |
| γενική | του | μονόφθαλμου | της | μονόφθαλμης | του | μονόφθαλμου |
| αιτιατική | τον | μονόφθαλμο | τη | μονόφθαλμη | το | μονόφθαλμο |
| κλητική | μονόφθαλμε | μονόφθαλμη | μονόφθαλμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μονόφθαλμοι | οι | μονόφθαλμες | τα | μονόφθαλμα |
| γενική | των | μονόφθαλμων | των | μονόφθαλμων | των | μονόφθαλμων |
| αιτιατική | τους | μονόφθαλμους | τις | μονόφθαλμες | τα | μονόφθαλμα |
| κλητική | μονόφθαλμοι | μονόφθαλμες | μονόφθαλμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μονόφθαλμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μονόφθαλμος < μον- + ὀφθαλμός
Προφορά
- ΔΦΑ : /moˈno.fθal.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐νό‐φθαλ‐μος
Επίθετο
μονόφθαλμος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)
Παροιμίες
- στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- μονόφθαλμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μονόφθαλμος < μον- + ὀφθαλμός
Πηγές
- μονόφθαλμος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- μονόφθαλμος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | μονόφθαλμος | τὸ | μονόφθαλμον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | μονοφθάλμου | τοῦ | μονοφθάλμου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | μονοφθάλμῳ | τῷ | μονοφθάλμῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | μονόφθαλμον | τὸ | μονόφθαλμον | ||
| κλητική ὦ! | μονόφθαλμε | μονόφθαλμον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | μονόφθαλμοι | τὰ | μονόφθαλμᾰ | ||
| γενική | τῶν | μονοφθάλμων | τῶν | μονοφθάλμων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | μονοφθάλμοις | τοῖς | μονοφθάλμοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | μονοφθάλμους | τὰ | μονόφθαλμᾰ | ||
| κλητική ὦ! | μονόφθαλμοι | μονόφθαλμᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μονοφθάλμω | τὼ | μονοφθάλμω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μονοφθάλμοιν | τοῖν | μονοφθάλμοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
- ιωνικός τύπος : μουνόφθαλμος
Αντώνυμα
- ἑτερόφθαλμος
Πηγές
- μονόφθαλμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μονόφθαλμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.