μονόλιθος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μονόλιθος οι μονόλιθοι
      γενική του μονόλιθου
& μονολίθου
των μονόλιθων
& μονολίθων
    αιτιατική τον μονόλιθο τους μονόλιθους
& μονολίθους
     κλητική μονόλιθε μονόλιθοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μονόλιθος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μονόλιθος (επίθετο) < μονό- + λίθος  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   γαλλική monolithe

Προφορά

ΔΦΑ : /moˈno.li.θos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μονόλιθος

Ουσιαστικό

μονόλιθος αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
μονολῐθο-
ονομαστική / μονόλιθος τὸ μονόλιθον
      γενική τοῦ/τῆς μονολίθου τοῦ μονολίθου
      δοτική τῷ/τῇ μονολίθ τῷ μονολίθ
    αιτιατική τὸν/τὴν μονόλιθον τὸ μονόλιθον
     κλητική ! μονόλιθε μονόλιθον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ μονόλιθοι τὰ μονόλιθ
      γενική τῶν μονολίθων τῶν μονολίθων
      δοτική τοῖς/ταῖς μονολίθοις τοῖς μονολίθοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς μονολίθους τὰ μονόλιθ
     κλητική ! μονόλιθοι μονόλιθ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μονολίθω τὼ μονολίθω
      γεν-δοτ τοῖν μονολίθοιν τοῖν μονολίθοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μονόλιθος < μονό- + λίθος

Επίθετο

μονόλιθος, -ος, -ον

Συνώνυμα

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.