καταγράφω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καταγράφω < αρχαία ελληνική καταγράφω < κατά + γράφω

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.taˈɣɾa.fo/

Ρήμα

καταγράφω (παθητική φωνή: καταγράφομαι)

  1. γράφω για διάφορα γεγονότα ή συμβάντα, τα αποτυπώνω σε γραπτό λόγο
  2. γράφω με επίσημο τρόπο σε ειδικό κατάλογο
  3. σημειώνω τις τιμές κάποιων μεγεθών
  4. κινηματογραφώ ή ηχογραφώ

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

καταγράφω < κατα- + γράφω

Ρήμα

καταγράφω

  1. προξενώ έντονες αμυχές σε κάποιο αντικείμενο
  2. χαράσσω
  3. αναγράφω
  4. καταγράφω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.