μποτίνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μποτίνι | τα | μποτίνια |
| γενική | του | μποτινιού | των | μποτινιών |
| αιτιατική | το | μποτίνι | τα | μποτίνια |
| κλητική | μποτίνι | μποτίνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
καφέ μποτίνια
Ετυμολογία
- μποτίνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική bottini, πληθυντικός αριθμός του bottino < παλαιά γαλλικά butin < μέση άνω γερμανική biute
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μπότα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.