αρβύλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αρβύλα | οι | αρβύλες |
| γενική | της | αρβύλας | των | αρβυλών |
| αιτιατική | την | αρβύλα | τις | αρβύλες |
| κλητική | αρβύλα | αρβύλες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ένα ζευγάρι αρβύλες.
Ετυμολογία
- αρβύλα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀρβύλ(η) με μεταπλασμό σε -α [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɾˈvi.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐βύ‐λα
- τονικό παρώνυμο: άρβυλα
Συγγενικά
Εκφράσεις
Μεταφράσεις
Αναφορές
- αρβύλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.