πεντάλι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πεντάλι τα πεντάλια
      γενική του πενταλιού των πενταλιών
    αιτιατική το πεντάλι τα πεντάλια
     κλητική πεντάλι πεντάλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πεντάλι < (άμεσο δάνειο) ιταλική pedale + (Δείτε και πετάλι, πεντάλ)

Ουσιαστικό

πεντάλι ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.