βόμβυξ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βόμβυξ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βόμβυξ
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvoɱ.viks/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βόμ‐βυξ
Ουσιαστικό
βόμβυξ αρσενικό
- (αρχαιοπρεπές, έντομο) επιστημονική ονομασία του βόμβυκας, όπως στο είδος Bombyx mori (Βόμβυξ της μουριάς) ο μεταξοσκώληκας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| βομβῡκ- | |||||
| ονομαστική | ὁ | βόμβυξ | οἱ | βόμβυκες | |
| γενική | τοῦ | βόμβυκος | τῶν | βομβύκων | |
| δοτική | τῷ | βόμβυκῐ | τοῖς | βόμβυξῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν | βόμβυκᾰ | τοὺς | βόμβυκᾰς | |
| κλητική ὦ! | βόμβυξ | βόμβυκες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βόμβυκε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | βομβύκοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
βόμβυξ αρσενικό
- (έντομο) o μεταξοσκώληκαςμ ο βόμβυκας
- ※ <βόμβυκες> γένος αὐλῶν ἢ εἶδος ζώου πτερωτοῦ, κατὰ σφῆκα ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Β
Παράγωγα
- βομβυκίας
- βομβύκινος
- βομβύκιον
- βομβυκοειδής
- γωνιοβόμβυξ
Αναφορές
- «βόμβυκας» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- βόμβυξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.