αμπουμπούκιαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αμπουμπούκιαστος | η | αμπουμπούκιαστη | το | αμπουμπούκιαστο |
| γενική | του | αμπουμπούκιαστου | της | αμπουμπούκιαστης | του | αμπουμπούκιαστου |
| αιτιατική | τον | αμπουμπούκιαστο | την | αμπουμπούκιαστη | το | αμπουμπούκιαστο |
| κλητική | αμπουμπούκιαστε | αμπουμπούκιαστη | αμπουμπούκιαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αμπουμπούκιαστοι | οι | αμπουμπούκιαστες | τα | αμπουμπούκιαστα |
| γενική | των | αμπουμπούκιαστων | των | αμπουμπούκιαστων | των | αμπουμπούκιαστων |
| αιτιατική | τους | αμπουμπούκιαστους | τις | αμπουμπούκιαστες | τα | αμπουμπούκιαστα |
| κλητική | αμπουμπούκιαστοι | αμπουμπούκιαστες | αμπουμπούκιαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αμπουμπούκιαστος < α- + μπουμπουκιάζω + -τος
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μπουμπούκι
Πηγές
- αμπουμπούκιαστος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αμπουμπούκιαστος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
αμπουμπούκιαστος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.