μπουμπουκιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μπουμπουκιάζω < μπουμπούκι + -ιάζω

Ρήμα

μπουμπουκιάζω

  1. (κυριολεκτικά, βοτανική) βγάζω μπουμπούκια
  2. (μεταφορικά) ακμάζω, θάλλω

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.