βεβαρυμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βεβαρυμένος | η | βεβαρυμένη | το | βεβαρυμένο |
| γενική | του | βεβαρυμένου | της | βεβαρυμένης | του | βεβαρυμένου |
| αιτιατική | τον | βεβαρυμένο | τη | βεβαρυμένη | το | βεβαρυμένο |
| κλητική | βεβαρυμένε | βεβαρυμένη | βεβαρυμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βεβαρυμένοι | οι | βεβαρυμένες | τα | βεβαρυμένα |
| γενική | των | βεβαρυμένων | των | βεβαρυμένων | των | βεβαρυμένων |
| αιτιατική | τους | βεβαρυμένους | τις | βεβαρυμένες | τα | βεβαρυμένα |
| κλητική | βεβαρυμένοι | βεβαρυμένες | βεβαρυμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βεβαρυμένος < αρχαία ελληνική βεβαρυμμένος(απλοποίηση), μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος βαρύνω < βαρύς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.