μπουμπούκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μπουμπούκος | οι | μπουμπούκοι |
| γενική | του | μπουμπούκου | των | μπουμπούκων |
| αιτιατική | τον | μπουμπούκο | τους | μπουμπούκους |
| κλητική | μπουμπούκο | μπουμπούκοι | ||
| Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπουμπούκος < μπουμπούκα (αναδρομικός σχηματισμός)(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
μπουμπούκος αρσενικό
- προσωνύμιο για άντρα, οικείο, χαϊδευτικό ή μειωτικό, ανάλογα με την περίσταση
Μεταφράσεις
μπουμπούκος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.