μονομιάς
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- από τη φράση μόνο μιας < με μιας (με τη μία)
Επίρρημα
μονομιάς (τροπικό)
- η ατμόσφαιρα άλλαξε μονομιάς
- με μια κίνηση
- τα κατέστρεψε όλα μονομιάς
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
μονομιάς
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.