μουστάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μουστάκι τα μουστάκια
      γενική του μουστακιού των μουστακιών
    αιτιατική το μουστάκι τα μουστάκια
     κλητική μουστάκι μουστάκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μουστάκι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μουστάκι(ν) < ελληνιστική κοινή μουστάκιον < αρχαία ελληνική μύσταξ [1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mendʰ- (μασάω)
Άντρας με μουστάκι.

Προφορά

ΔΦΑ : /muˈsta.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μουστάκι

Ουσιαστικό

μουστάκι ουδέτερο

  1. το τρίχωμα στο άνω χείλος (ανθρώπων, ζώων ή φυτών)
    τα μουστάκια της γάτας / του ψαριού, τα μουστάκια του καλαμποκιού
  2. (μεταφορικά) ίχνη γύρω από τα χείλη μας από κάτι που φάγαμε ή ήπιαμε
  3. (μεταφορικά) άγανο (οι βελονοειδείς απολήξεις του σταχυού)

Εκφράσεις

  • γελάν και τα μουστάκια μου
  • γελάω κάτω από τα μουστάκια μου
  • θα φάμε τα μουστάκια μας]
  • όταν βγάλει το αυγό μουστάκι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ουσιαστικό

μουστάκι

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.