αμούστακος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αμούστακος | η | αμούστακη | το | αμούστακο |
| γενική | του | αμούστακου | της | αμούστακης | του | αμούστακου |
| αιτιατική | τον | αμούστακο | την | αμούστακη | το | αμούστακο |
| κλητική | αμούστακε | αμούστακη | αμούστακο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αμούστακοι | οι | αμούστακες | τα | αμούστακα |
| γενική | των | αμούστακων | των | αμούστακων | των | αμούστακων |
| αιτιατική | τους | αμούστακους | τις | αμούστακες | τα | αμούστακα |
| κλητική | αμούστακοι | αμούστακες | αμούστακα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αμούστακος < α- στερητικό + μουστάκ(ι) + -ος
Επίθετο
αμούστακος, -η, -ο
- που δεν έχει ακόμα μουστάκι
- ※ Τα συνόδευαν δυο απ' αυτούς με άσπρες τραχηλιές, ο ένας είχε γένια κι ο άλλος νεαρός, αμούστακος ακόμα. (Κοσμάς Πολίτης, Εroïca, 1937 [μυθιστόρημα])
- (κατ’ επέκταση) πολύ νεαρός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.