αμούστακος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμούστακος η αμούστακη το αμούστακο
      γενική του αμούστακου της αμούστακης του αμούστακου
    αιτιατική τον αμούστακο την αμούστακη το αμούστακο
     κλητική αμούστακε αμούστακη αμούστακο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμούστακοι οι αμούστακες τα αμούστακα
      γενική των αμούστακων των αμούστακων των αμούστακων
    αιτιατική τους αμούστακους τις αμούστακες τα αμούστακα
     κλητική αμούστακοι αμούστακες αμούστακα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αμούστακος < α- στερητικό + μουστάκ(ι) + -ος

Επίθετο

αμούστακος, -η, -ο

  1. που δεν έχει ακόμα μουστάκι
      Τα συνόδευαν δυο απ' αυτούς με άσπρες τραχηλιές, ο ένας είχε γένια κι ο άλλος νεαρός, αμούστακος ακόμα. (Κοσμάς Πολίτης, Εroïca, 1937 [μυθιστόρημα])
  2. (κατ’ επέκταση) πολύ νεαρός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.