μύσταξ

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ουσιαστικό

μύσταξ (ᾰξ) αρσενικό

  1. λακωνικός & δωρικός τύπος του μάσταξ (θηλυκό, στόμα)
  2. το άνω χείλος
  3. οι τρίχες του άνω χείλους, το μουστάκι
    και στην καθαρεύουσα μύσταξ: το μουστάκι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.