μύστακας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μύστακας | οι | μύστακες |
| γενική | του | μύστακα | των | μυστάκων |
| αιτιατική | τον | μύστακα | τους | μύστακες |
| κλητική | μύστακα | μύστακες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μύστακας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μύσταξ[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈmi.sta.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μύ‐στα‐κας
Ουσιαστικό
μύστακας αρσενικό
Μεταφράσεις
μύστακας
|
|
Αναφορές
- μύστακας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Ο θαυμαστός κόσμος των ζώων, τόμ. 1 (Αθήνα: Τεγόπουλος-Νίκας, 1973) σ. 158.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
