μουστακαλής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μουστακαλής | οι | μουστακαλήδες |
| γενική | του | μουστακαλή | των | μουστακαλήδων |
| αιτιατική | τον | μουστακαλή | τους | μουστακαλήδες |
| κλητική | μουστακαλή | μουστακαλήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μουστακαλής < μουστάκ(ι) + -αλής
Προφορά
- ΔΦΑ : /mu.sta.kaˈlis/
Συνώνυμα
- μουστάκιας
- μουστακοφόρος, μυστακοφόρος
Μεταφράσεις
μουστακαλής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.