μουστάκιον
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- μουστάκιον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μουστάκιον < αρχαία ελληνική μύσταξ, μυστακ- + -ιον
Συγγενικά
- ἀγριομούστακος
- ἀνακουρκουδοκλανομούστακος
- ἀργυρομούστακος
- γερομούστακος
- κακομούστακος
- κλανομουστάκης
- κλανομούστακος
- κουκουρομούστακος
- μεγαλομουστακάτος
- μουστάκα
- μουστακάτος
- μουστάκης
- μούστακος
- μυσεροκακομούστακος
θέμα με μυστακ-
- μυστάκιον
- μυστάκων
Πηγές
- μουστάκιον - LBG, μυστάκιον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- μουστάκιον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | μουστάκιον | τὰ | μουστάκιᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | μουστακίου | τῶν | μουστακίων | ||||
| δοτική | τῷ | μουστακίῳ | τοῖς | μουστακίοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | μουστάκιον | τὰ | μουστάκιᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | μουστάκιον | μουστάκιᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μουστακίω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | μουστακίοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- μουστάκιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μύσταξ, μυστακ- + -ιον
Πηγές
- μουστάκιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.