μουστάκιον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

μουστάκιον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μουστάκιον < αρχαία ελληνική μύσταξ, μυστακ- + -ιον

Ουσιαστικό

μουστάκιον ουδέτερο

θέμα με μυστακ-

  • μυστάκιον
  • μυστάκιν (και κυπριακά)

Μεγεθυντικά

Συγγενικά

θέμα με μυστακ-

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μουστάκιον τὰ μουστάκι
      γενική τοῦ μουστακίου τῶν μουστακίων
      δοτική τῷ μουστακί τοῖς μουστακίοις
    αιτιατική τὸ μουστάκιον τὰ μουστάκι
     κλητική ! μουστάκιον μουστάκι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μουστακίω
γεν-δοτ τοῖν  μουστακίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μουστάκιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μύσταξ, μυστακ- + -ιον

Ουσιαστικό

μουστάκιον ουδέτερο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.