προσμετρημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προσμετρημένος | η | προσμετρημένη | το | προσμετρημένο |
| γενική | του | προσμετρημένου | της | προσμετρημένης | του | προσμετρημένου |
| αιτιατική | τον | προσμετρημένο | την | προσμετρημένη | το | προσμετρημένο |
| κλητική | προσμετρημένε | προσμετρημένη | προσμετρημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προσμετρημένοι | οι | προσμετρημένες | τα | προσμετρημένα |
| γενική | των | προσμετρημένων | των | προσμετρημένων | των | προσμετρημένων |
| αιτιατική | τους | προσμετρημένους | τις | προσμετρημένες | τα | προσμετρημένα |
| κλητική | προσμετρημένοι | προσμετρημένες | προσμετρημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προσμετρημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προσμετρώ
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
προσμετρημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.