αναμετρημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αναμετρημένος | η | αναμετρημένη | το | αναμετρημένο |
| γενική | του | αναμετρημένου | της | αναμετρημένης | του | αναμετρημένου |
| αιτιατική | τον | αναμετρημένο | την | αναμετρημένη | το | αναμετρημένο |
| κλητική | αναμετρημένε | αναμετρημένη | αναμετρημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αναμετρημένοι | οι | αναμετρημένες | τα | αναμετρημένα |
| γενική | των | αναμετρημένων | των | αναμετρημένων | των | αναμετρημένων |
| αιτιατική | τους | αναμετρημένους | τις | αναμετρημένες | τα | αναμετρημένα |
| κλητική | αναμετρημένοι | αναμετρημένες | αναμετρημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αναμετρημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αναμετρώ
Μετοχή
αναμετρημένος
- που έχει αναμετρηθεί με κάτι (μετοχή που δεν χρησιμοποιείται συχνά, ίσως γιατί παραπέμπει στο μετρημένος, το συγκρατημένος, το λιγοστός, ενώ η αναμέτρηση προϋποθέτει σθένος και τόλμη. Χρησιμοποιείται αντί αυτής συνήθως η άκλιτη μετοχή π.χ. στη φράση αναμετρώντας τις δυνάμεις του)
Μεταφράσεις
αναμετρημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.