transmission

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
transmission transmissions

Ουσιαστικό

transmission (en) (επίσημο)

  1. (μη μετρήσιμο) η μεταφορά, η μετάδοση, η μεταβίβαση, η ενέργεια ή η διαδικασία του να μεταδίδω κάτι από ένα άτομο, μέρος ή πράγμα σε άλλο
    Our company is one of the three global players in energy transmission and distribution.
    Η εταιρεία μας είναι μια από τις τρεις μεγαλύτερες παγκοσμίως στη μεταφορά και τη διανομή της ενέργειας.
    probable person-to-person transmission of avian influenza - πιθανή μετάδοση της γρίπης των πτηνών από άνθρωπο σε άνθρωπο
    the transmission of ownership - η μεταβίβαση κυριότητας
  2. (μη μετρήσιμο) η εκπομπή, η ενέργεια ή η διαδικασία του να αποστέλλω ηλεκτρονικό σήμα ή μήνυμα ή του να μεταδίδω ραδιοφωνική ή τηλεοπτική εκπομπή
    transmission tower - πύργος εκπομπής/πομπός
  3. η μετάδοση, ραδιοφωνική ή τηλεοπτική εκπομπή
    The transmission of the game is live.
    Η μετάδοση του αγώνα είναι ζωντανή.
     συνώνυμα: broadcast
  4. το κιβώτιο ταχυτήτων στο αυτοκίνητο
    The new model is equipped with manual transmission.
    Το νέο μοντέλο είναι εφοδιασμένο με χειροκίνητο κιβώτιο ταχυτήτων.

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

transmission (fr) θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.