transmission
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| transmission | transmissions |
Ουσιαστικό
transmission (en) (επίσημο)
- (μη μετρήσιμο) η μεταφορά, η μετάδοση, η μεταβίβαση, η ενέργεια ή η διαδικασία του να μεταδίδω κάτι από ένα άτομο, μέρος ή πράγμα σε άλλο
- ↪ Our company is one of the three global players in energy transmission and distribution.
- Η εταιρεία μας είναι μια από τις τρεις μεγαλύτερες παγκοσμίως στη μεταφορά και τη διανομή της ενέργειας.
- ↪ probable person-to-person transmission of avian influenza - πιθανή μετάδοση της γρίπης των πτηνών από άνθρωπο σε άνθρωπο
- ↪ the transmission of ownership - η μεταβίβαση κυριότητας
- ↪ Our company is one of the three global players in energy transmission and distribution.
- (μη μετρήσιμο) η εκπομπή, η ενέργεια ή η διαδικασία του να αποστέλλω ηλεκτρονικό σήμα ή μήνυμα ή του να μεταδίδω ραδιοφωνική ή τηλεοπτική εκπομπή
- ↪ transmission tower - πύργος εκπομπής/πομπός
- η μετάδοση, ραδιοφωνική ή τηλεοπτική εκπομπή
- το κιβώτιο ταχυτήτων στο αυτοκίνητο
- ↪ The new model is equipped with manual transmission.
- Το νέο μοντέλο είναι εφοδιασμένο με χειροκίνητο κιβώτιο ταχυτήτων.
- ↪ The new model is equipped with manual transmission.
Συγγενικά
- transmit
- transmitter
- TCP
Πολυλεκτικοί όροι
Γαλλικά (fr)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.