κυριολεξία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυριολεξία οι κυριολεξίες
      γενική της κυριολεξίας των κυριολεξιών
    αιτιατική την κυριολεξία τις κυριολεξίες
     κλητική κυριολεξία κυριολεξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κυριολεξία < (ελληνιστική κοινή) κυριολεξία

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.ɾi.o.leˈksi.a/

Ουσιαστικό

κυριολεξία θηλυκό

  1. η χρήση των λέξεων ή φράσεων με την ακριβή τους σημασία, ώστε να αποδίδονται οι έννοιες ή τα πράγματα αυτά καθ' αυτά
     συνώνυμα: ακριβολογία
  2. (ειδικότερα) η ακριβής σημασία των λέξεων ή φράσεων, σε αντιδιαστολή με το μεταφορικό τους νόημα

Εκφράσεις

  • κατά κυριολεξία : με την αρχική και βασική σημασία των λέξεων που χρησιμοποιώ
  • στην κυριολεξία : ακριβώς όπως το λέω

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.