κυριολεξία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κυριολεξία | οι | κυριολεξίες |
| γενική | της | κυριολεξίας | των | κυριολεξιών |
| αιτιατική | την | κυριολεξία | τις | κυριολεξίες |
| κλητική | κυριολεξία | κυριολεξίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κυριολεξία < (ελληνιστική κοινή) κυριολεξία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ci.ɾi.o.leˈksi.a/
Ουσιαστικό
κυριολεξία θηλυκό
- η χρήση των λέξεων ή φράσεων με την ακριβή τους σημασία, ώστε να αποδίδονται οι έννοιες ή τα πράγματα αυτά καθ' αυτά
- (ειδικότερα) η ακριβής σημασία των λέξεων ή φράσεων, σε αντιδιαστολή με το μεταφορικό τους νόημα
Εκφράσεις
- κατά κυριολεξία : με την αρχική και βασική σημασία των λέξεων που χρησιμοποιώ
- στην κυριολεξία : ακριβώς όπως το λέω
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις κυριολεκτώ, κύριος και λέγω
Μεταφράσεις
κυριολεξία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.