μέσο μαζικής μεταφοράς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μέσο μαζικής μεταφοράς τα μέσα μαζικής μεταφοράς
      γενική του μέσου μαζικής μεταφοράς των μέσων μαζικής μεταφοράς
    αιτιατική το μέσο μαζικής μεταφοράς τα μέσα μαζικής μεταφοράς
     κλητική μέσο μαζικής μεταφοράς μέσα μαζικής μεταφοράς
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μέσο μαζικής μεταφοράς <  δείτε τις λέξεις μέσο, μαζικός και μεταφορά

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈme.so ma.ziˈcis me.ta.foˈɾas/

Πολυλεκτικός όρος

μέσο μαζικής μεταφοράς ουδέτερο

  • ΜΜΜ (συντομογραφία)

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.