χίπης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χίπης οι χίπηδες
      γενική του χίπη των χίπηδων
    αιτιατική τον χίπη τους χίπηδες
     κλητική χίπη χίπηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χίπης < (άμεσο δάνειο) αγγλική hippie + και προσαρμογή στο ελληνικό κλιτικό σύστημα < απώτερης προέλευσης από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱewb- < *ḱew- (λυγίζω, κάμπτω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈçi.pis/

Ουσιαστικό

χίπης αρσενικό (θηλυκό χίπισσα)

  • χίππης

  • χίπι (άκλιτο)
  • χίπις (συνήθως πληθυντικός, άκλιτο)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.