réfléchi

Γαλλικά (fr)

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό réfléchi réfléchis
θηλυκό réfléchie réfléchies

Επίθετο

réfléchi (fr)

  1. σκεφτικός, μυαλωμένος, μεστός, βαθυστόχαστος
  2. που αντανακλάται, αντανακλαστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.