μεστώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μεστώνω < αρχαία ελληνική μεστόω / μεστῶ < μεστός

Προφορά

ΔΦΑ : /meˈsto.no/

Ρήμα

μεστώνω

  1. για καρπούς, φρούτα κ.λπ.
    1. κάνω κάτι μεστό, ολοκληρώνω το σχηματισμό του
    2. ωριμάζω
  2. για πρόσωπα
    1. ολοκληρώνομαι σωματικά και πνευματικά, ωριμάζω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.