μεστώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μεστώνω < αρχαία ελληνική μεστόω / μεστῶ < μεστός
Προφορά
- ΔΦΑ : /meˈsto.no/
Ρήμα
μεστώνω
- για καρπούς, φρούτα κ.λπ.
- κάνω κάτι μεστό, ολοκληρώνω το σχηματισμό του
- ωριμάζω
- για πρόσωπα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μεστός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μεστώνω | μέστωνα | θα μεστώνω | να μεστώνω | μεστώνοντας | |
| β' ενικ. | μεστώνεις | μέστωνες | θα μεστώνεις | να μεστώνεις | μέστωνε | |
| γ' ενικ. | μεστώνει | μέστωνε | θα μεστώνει | να μεστώνει | ||
| α' πληθ. | μεστώνουμε | μεστώναμε | θα μεστώνουμε | να μεστώνουμε | ||
| β' πληθ. | μεστώνετε | μεστώνατε | θα μεστώνετε | να μεστώνετε | μεστώνετε | |
| γ' πληθ. | μεστώνουν(ε) | μέστωναν μεστώναν(ε) |
θα μεστώνουν(ε) | να μεστώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μέστωσα | θα μεστώσω | να μεστώσω | μεστώσει | ||
| β' ενικ. | μέστωσες | θα μεστώσεις | να μεστώσεις | μέστωσε | ||
| γ' ενικ. | μέστωσε | θα μεστώσει | να μεστώσει | |||
| α' πληθ. | μεστώσαμε | θα μεστώσουμε | να μεστώσουμε | |||
| β' πληθ. | μεστώσατε | θα μεστώσετε | να μεστώσετε | μεστώστε | ||
| γ' πληθ. | μέστωσαν μεστώσαν(ε) |
θα μεστώσουν(ε) | να μεστώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μεστώσει | είχα μεστώσει | θα έχω μεστώσει | να έχω μεστώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μεστώσει | είχες μεστώσει | θα έχεις μεστώσει | να έχεις μεστώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μεστώσει | είχε μεστώσει | θα έχει μεστώσει | να έχει μεστώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μεστώσει | είχαμε μεστώσει | θα έχουμε μεστώσει | να έχουμε μεστώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μεστώσει | είχατε μεστώσει | θα έχετε μεστώσει | να έχετε μεστώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μεστώσει | είχαν μεστώσει | θα έχουν μεστώσει | να έχουν μεστώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.