προτεσταντικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προτεσταντικός | η | προτεσταντική | το | προτεσταντικό |
| γενική | του | προτεσταντικού | της | προτεσταντικής | του | προτεσταντικού |
| αιτιατική | τον | προτεσταντικό | την | προτεσταντική | το | προτεσταντικό |
| κλητική | προτεσταντικέ | προτεσταντική | προτεσταντικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προτεσταντικοί | οι | προτεσταντικές | τα | προτεσταντικά |
| γενική | των | προτεσταντικών | των | προτεσταντικών | των | προτεσταντικών |
| αιτιατική | τους | προτεσταντικούς | τις | προτεσταντικές | τα | προτεσταντικά |
| κλητική | προτεσταντικοί | προτεσταντικές | προτεσταντικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προτεσταντικός < προτεστάντης + -ικός
Επίθετο
προτεσταντικός
- που έχει σχέση με τους προτεστάντες ή τον προτεσταντισμό ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη προτεστάντης
Μεταφράσεις
προτεσταντικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.