αυστηρότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αυστηρότητα | οι | αυστηρότητες |
| γενική | της | αυστηρότητας | των | αυστηροτήτων |
| αιτιατική | την | αυστηρότητα | τις | αυστηρότητες |
| κλητική | αυστηρότητα | αυστηρότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αυστηρότητα < αρχαία ελληνική αὐστηρότης
Προφορά
- ΔΦΑ : /af.stiˈɾo.ti.ta/
Ουσιαστικό
αυστηρότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του να είναι κανείς αυστηρός
- το πρόσωπό του απέπνεε αυστηρότητα
- ο βαθμός στον οποίο τηρούνται οι κανόνες (πχ. μιας σχολικής τάξης), η εμμονή στη συμμόρφωση χωρίς παρεκκλίσεις
- (τέχνες) η απλότητα, η λιτότητα στο στυλ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.