αυστηρότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυστηρότητα οι αυστηρότητες
      γενική της αυστηρότητας των αυστηροτήτων
    αιτιατική την αυστηρότητα τις αυστηρότητες
     κλητική αυστηρότητα αυστηρότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυστηρότητα < αρχαία ελληνική αὐστηρότης

Προφορά

ΔΦΑ : /af.stiˈɾo.ti.ta/

Ουσιαστικό

αυστηρότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του να είναι κανείς αυστηρός
    το πρόσωπό του απέπνεε αυστηρότητα
  2. ο βαθμός στον οποίο τηρούνται οι κανόνες (πχ. μιας σχολικής τάξης), η εμμονή στη συμμόρφωση χωρίς παρεκκλίσεις
  3. (τέχνες) η απλότητα, η λιτότητα στο στυλ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.