μεθοδιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεθοδιστικός | η | μεθοδιστική | το | μεθοδιστικό |
| γενική | του | μεθοδιστικού | της | μεθοδιστικής | του | μεθοδιστικού |
| αιτιατική | τον | μεθοδιστικό | τη | μεθοδιστική | το | μεθοδιστικό |
| κλητική | μεθοδιστικέ | μεθοδιστική | μεθοδιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεθοδιστικοί | οι | μεθοδιστικές | τα | μεθοδιστικά |
| γενική | των | μεθοδιστικών | των | μεθοδιστικών | των | μεθοδιστικών |
| αιτιατική | τους | μεθοδιστικούς | τις | μεθοδιστικές | τα | μεθοδιστικά |
| κλητική | μεθοδιστικοί | μεθοδιστικές | μεθοδιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μεθοδιστικός < αγγλική Methodist < Methodism < method < μέση γαλλική methode < αρχαία ελληνική μέθοδος (αντιδάνειο) < μετά + ὁδός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sodos < *sed- (κάθομαι / sedeo)
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.θo.ði.stiˈkos/
Ουσιαστικό
μεθοδιστικός αρσενικό
- (θρησκεία) που έχει σχέση με τον μεθοδισμό ή τους μεθοδιστές ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις μεθοδισμός, μέθοδος, μετά και οδός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.