μαγνητογεννήτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαγνητογεννήτρια οι μαγνητογεννήτριες
      γενική της μαγνητογεννήτριας των μαγνητογεννητριών
    αιτιατική τη μαγνητογεννήτρια τις μαγνητογεννήτριες
     κλητική μαγνητογεννήτρια μαγνητογεννήτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαγνητογεννήτρια < μαγνήτης + γεννήτρια

Ουσιαστικό

μαγνητογεννήτρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.