μαγνητόφωνο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μαγνητόφωνο | τα | μαγνητόφωνα |
| γενική | του | μαγνητόφωνου & μαγνητοφώνου |
των | μαγνητόφωνων & μαγνητοφώνων |
| αιτιατική | το | μαγνητόφωνο | τα | μαγνητόφωνα |
| κλητική | μαγνητόφωνο | μαγνητόφωνα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μαγνητόφωνο ουδέτερο
- συσκευή που χρησιμοποιεί μαγνητική ταινία (κασέτα) για να καταγράφει και αναπαράγει τον ήχο
- ※ Ήταν ένα μαγνητόφωνο ακριβό όσο και σιχαμερό, τεσσάρων εγγραφών, με κάτι τεράστιες ταινίες. (Γιώργος Ιωάννου, Το μαγνητόφωνο της ταβέρνας)
Συγγενικά
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
μαγνητόφωνο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
